ἐπηρεία — ἐπηρείᾱ , ἐπήρεια insulting treatment fem nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπηρείᾳ — ἐπηρείᾱͅ , ἐπήρεια insulting treatment fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπήρεια — insulting treatment fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επήρεια — η (AM ἐπήρεια) μσν. νεοελλ. η επίδραση, η επιρροή την οποία ασκεί ή δέχεται κάποιος ή κάτι («η επήρεια τού φαρμάκου») αρχ. μσν. 1. κακή, βλαβερή επίδραση 2. επίθεση, κακομεταχείριση 3. (σε επιχειρηματολογία) δολιότητα, πανουργία 4. φιλότιμο,… … Dictionary of Greek
ἐπηρείας — ἐπηρείᾱς , ἐπήρεια insulting treatment fem acc pl ἐπηρείᾱς , ἐπήρεια insulting treatment fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπηρείαν — ἐπηρείᾱν , ἐπί ἀρειάω irasya´ imperf ind act 3rd pl (attic epic doric ionic aeolic) ἐπηρείᾱν , ἐπί ἀρειάω irasya´ imperf ind act 1st sg (attic epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπηρειῶν — ἐπήρεια insulting treatment fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπηρείαις — ἐπήρεια insulting treatment fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπηρείης — ἐπήρεια insulting treatment fem gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπήρειαι — ἐπήρεια insulting treatment fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)